- τραγία
- η, Νβοτ. τροπικό φυτό τής οικογένειας ευφορβιίδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τραγία — Τραγίᾱ , Τραγίη fem nom/voc/acc dual Τραγίᾱ , Τραγίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγίᾳ — Τραγίᾱͅ , Τραγίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τραγίας — Τραγίᾱς , Τραγίη fem acc pl Τραγίᾱς , Τραγίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТРАГИЯ — • Tragĭa, Τραγία, Τραγίαι, Τραγαι̃αι, остров близ Самоса; там Перикл в 440 г. одержал морскую победу над самосцами. Thuc. 1, 116. Plut. Per. 25 … Реальный словарь классических древностей
σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… … Dictionary of Greek